♥ MADAME DOUDOU ♥ .ΒΟΥΡΛΑ 1920 ♥ ΤΟ ΜΠΟΡΝΤΕΛΟ ΣΤΗΝ ΔΡΑΠΕΤΣΏΝΑ
♥ MADAME DOUDOU ♥ .ΒΟΥΡΛΑ 1920 ♥ ΤΟ ΜΠΟΡΝΤΕΛΟ ΣΤΗΝ ΔΡΑΠΕΤΣΏΝΑ
Καμία άλλη γυναίκα δεν τραγουδήθηκε τόσο όσο η θρυλική μαστροπός των βουρλών η Μαντάμ Ντουντού η λεγόμενη δράκαινα των Βουρλών
Δεν ήταν όμορφη, ούτε καν καλή και όμως το όνομα τής μνημονεύεται μέχρι σήμερα μέσα απο λαϊκα άσματα της εποχής 1926 με 1930.
Κυρά Ντουντού.. Μωρή Ντουντού κλπ.
Βούρλα δεκαετία ’20.
Τα Βούρλα που θα μας απασχολήσουν δεν είναι τα Καμμένα Βούρλα, δεν είναι ούτε τα φυτά ούτε οι ανόητοι άνθρωποι
Τα Βούρλα ήταν ένα τεράστιο δημόσιο μπορντέλο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε ο δήμος του Πειραιά και λειτούργησε υπό την προστασία του κράτους και την περιφρούρηση της αστυνομίας.
Ήταν περιφραγμένο με ψηλό μαντρότοιχο, είχε πτέρυγες με ομοιόμορφα κελιά κι έμοιαζε με φυλακή.
Τον καιρό της κατοχής μετατράπηκε σε φυλακή και ως φυλακή τελείωσε τη σταδιοδρομία του το 1970 που κατεδαφίστηκε.
Ανάπτυξη και υπόκοσμος
Το 1835 ο Πειραιάς ήταν ένα λιμανάκι χωρίς κίνηση, με λίγα αλιευτικά, μερικές καλύβες και χίλιους κατοίκους. Κάπου κάπου προσορμιζόταν κανένα πλοίο, για ν’ αποπλεύσει μετά από λίγες ώρες.
Από τα πρώτα χρόνια που άρχισε ν’ αναπτύσσεται, για να γίνει από γραφικό χωριό όμορφη πόλη και σημαντικό λιμάνι, έλκυε και υπόκοσμο.
Άρχισε ν’ ανθεί η πορνεία και τα περί αυτήν: προαγωγοί, σωματέμποροι, νταβατζήδες, νταήδες…
Οι συμπλοκές, τα φονικά, τα ναρκωτικά και οι αρρώστιες ήταν θλιβερή καθημερινότητα. Από τα καράβια κατέβαινε κάθε καρυδιάς καρύδι: τυχοδιώκτες, λαθρέμποροι, απατεώνες, τζογαδόροι, σωματέμποροι, αρτίστες, και γενικώς αποβράσματα που εμπλούτιζαν τον ντόπιο υπόκοσμο.
Τις νύχτες έπεφταν απανωτές πιστολιές και γίνονταν αληθινές μάχες ανάμεσα στις συμμορίες.
Τα μπορντέλα βρίσκονταν ανάμεσα στις κατοικίες και οι αδέσποτες πόρνες παντού.
Οι οικογενειάρχες διαμαρτύρονταν συνεχώς για τη συνύπαρξή τους με τον υπόκοσμο.
Με το δίκιο τους, γιατί μέσα σε τριάντα χρόνια ο Πειραιάς είχε γίνει μεν μια όμορφη πόλη, αλλά κι επικίνδυνη.
Το δημοτικό συμβούλιο συσκέφθηκε πάνω στο πρόβλημα και αποφάσισε να απομονώσει όλες τις αδήλωτες πόρνες του Πειραιά σ’ ένα μεγάλο οίκημα εκτός σχεδίου πόλεως.
Έτσι, ένα μέρος του υποκόσμου θα μετατοπιζόταν έξω από την πόλη. Όσο για τις πόρνες, περιορισμένες εκεί θα εξασκούσαν το επάγγελμά τους και συγχρόνως θα είχαν ιατρική παρακολούθηση.
Αυτό ήταν το σχέδιο του δημοτικού συμβουλίου. Το κράτος δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί σε μια τέτοια ιστορία και να βγάλει το κακό όνομα ότι χτίζει μπορντέλα.
Ωστόσο το 1873 παραχώρησε στον δήμο του Πειραιά κάποια έκταση στη θέση Βούρλα, για να φτιαχτεί το τεράστιο μπορντέλο.
Τα Βούρλα χτίζονται σε ερημική περιοχή.
Τα Βούρλα ήταν ένας βαλτότοπος στη Δραπετσώνα γεμάτος βούρλα (εξ ου και το όνομα), λίγα μέτρα πιο πέρα από το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου -το παλιό νεκροταφείο της πόλης.
Η περιοχή καθαρίστηκε και μπαζώθηκε. Λένε ότι αυτά τα έκανε κάποιος Πιπινέλης, ο οποίος εκείνη ακριβώς την περίοδο είχε αποκτήσει την κυριότητα της συγκεκριμένης περιοχής.
Πάντως την εποχή που έγινε η μεγάλη απόδραση των κομουνιστών από τις φυλακές των Βούρλων ιδιοκτήτρια του ακινήτου ήταν η μητέρα του πολιτικού Παναγιώτη Πιπινέλη, ο οποίος χρημάτισε πρωθυπουργός στην υπηρεσιακή του 1963 και υπουργός επί χούντας.
Το ακίνητο των Βούρλων ανήκε στην οικογένεια Πιπινέλη, η οποία το είχε νοικιάσει στο κράτος και εισέπραττε το ενοίκιο.
Ένας εργολάβος ονόματι Νικόλαος Μπόμπολας ανέλαβε να κατασκευάσει το συγκρότημα κτιρίων που ήθελε ο δήμος του Πειραιά.
Λένε ότι δεν το έχτισε με δικά του λεφτά, αλλά με χρήματα που του έδωσε το κράτος, το οποίο τα δανείστηκε από έναν Πειραιώτη τραπεζίτη.
Εν πάση περιπτώσει, ο Μπόμπολας παρέδωσε ένα περιμαντρωμένο συγκρότημα κτιρίων το 1875. Αυτά ήταν τα περίφημα Βούρλα.
Μπόμπολας, Πιπινέλης… ονόματα με μέλλον. Εκείνες που δεν είχαν ούτε όνομα ούτε μέλλον ήταν οι αδήλωτες πόρνες του Πειραιά, που συγκεντρώθηκαν στα Βούρλα, τα οποία λειτούργησαν επί έξι δεκαετίες ως μπορντέλο-στρατώνας.
Ο χαρακτηρισμός μπορντέλο-στρατώνας οφείλεται στον Ηλία Πετρόπουλο. Στο βιβλίο του «Το μπουρδέλο» γράφει:
«Το μπορντέλο-στρατώνας συγγενεύει περισσότερο με την μπουρδελογειτονιά, παρά με το μπορντέλο-ξενοδοχείο.
Το μπορντέλο-στρατώνας είναι μια μπουρδελογειτονιά κλεισμένη μέσα σε ένα κτίριο.
Στο μπορντέλο-ξενοδοχείο όλα κατέχονται και διευθύνονται από τη μαντάμα.
Στο μπορντέλο-στρατώνας δεν υπάρχει μαντάμα· η κάθε πόρνη έχει ένα δωμάτιο, όπου δουλεύει για λογαριασμό της.
Γύρο από το μπορντέλο-στρατώνας οι νταβατζήδες σφάζονται σαν κοτόπουλα. Γι’ αυτό, στο μπορντέλο-στρατώνας υπάρχει, πάντοτε, αστυνομία.
Τα Βούρλα αποτελούν το τυπικότερο παράδειγμα πορνείου αυτού του τύπου».
Σχεδιάγραμμα του Ηλία Πετρόπουλου από το βιβλίο του «Το μπουρδέλο».
Στην εποχή που θα αναφερθούμε, δηλαδή στη δεκαετία του ’30, το μπορντέλο-στρατώνας των Βούρλων δεν ήταν έτσι.
«Για να καταλάβουμε την τοτινή λειτουργία αυτού του οίκου ανοχής θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ήτο εκτός πόλεως.
Στις αρχές του αιώνα μας, ο Πειραιάς τελείωνε στο νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, εκεί πλάι στα Βούρλα και στη Βρομολίμνη.
Τα Βούρλα (όνομα και πράμα) βρισκόντουσαν σ’ ένα έρημο και ελώδες τοπίο. Για να φτάσεις εκεί, από τον Ηλεκτρικό Σταθμό ή από την Παλαμηδίου, έπρεπε να περπατήσεις σχεδόν μισήν ώρα.
Το 1910 καταργήθηκε το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου.
Από το 1922 άρχισε να εποικίζεται η Δραπετσόνα. Ωστόσο, η περιοχή παρέμενε επικίνδυνη – ιδίως τη νύχτα όπου όλα ήσαν θεοσκότεινα.
Τα Βούρλα απαρτίζονταν από τρία δυόροφα κτίρια σε σχήμα Π. Κάθε πλευρά είχε 24 (12+12) δωμάτια· ήτοι, εν συνόλω 72 δωμάτια = 72 πόρνες.
Το σχήμα Π έκλεινε με μια ψηλή μάντρα. Στη μέση της αυλής υπήρχε ένα σπιτάκι: το ισόγειο εστέγαζε το καφενεδάκι των νταβατζήδων, και, στο πάνω πάτωμα έμενε η αστυνομία.
Η αυλή -και γενικότερα τα Βούρλα- είχαν μόνον μία πορτάρα. Όποιος νταβατζής ήθελε να καθαρίσει με κάποιον αντίπαλό του, την έστηνε στην πορτάρα και περίμενε.
Εκείνη την εποχή οι νταβατζήδες δεν αστειευόντουσαν…»
Ηλίας Πετρόπουλος, Το μπουρδέλο, Εκδόσεις Γράμματα, 1980
Οι πόρνες της διοικητικής περιφέρειας Αθηνών-Πειραιώς το 1894 χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: Οι πόρνες πρώτης τάξεως έμεναν σε ιδιαίτερες κατοικίες.
Οι πόρνες δευτέρας τάξεως έμεναν σε οίκους ασωτίας.
Οι πόρνες τρίτης τάξεως έμεναν στα χαμαιτυπεία τα κείμενα πλησίον των καταστημάτων του Αεριόφωτος («κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι», για να θυμηθούμε τους Μοιραίους του Βάρναλη) και στα δημοτικά οικήματα των Βούρλων.
Το μπορντέλο-στρατώνας τράβηξε μακριά από τον αναπτυσσόμενο Πειραιά μεγάλο μέρος των ξένων πληρωμάτων καθώς και των εγχώριων ανδρών του λιμεναρχείου και του Πολεμικού Ναυτικού (Αυτά τα ναυτάκια δεν ήταν καθόλου «ζουμπουρλούδικα», αλλά περιγράφονται σαν ζόρικοι τύποι, μέθυσοι, προκλητικοί και καυγατζήδες).
Τα Βούρλα συγκέντρωσαν γύρω από τη μάντρα τους μεγάλο πλήθος του υποκόσμου, περιόρισαν την εξάπλωση των αφροδισίων και τακτοποίησαν το ηθικό πρόβλημα των νοικοκυραίων της πόλης.
Τα Βούρλα βρίσκονται μέσα σε κατοικημένη περιοχή
Με την καταστροφή του ’22 άρχισαν να καταφθάνουν στον Πειραιά καραβιές προσφύγων που κοιμήθηκαν νοικοκυραίοι και ξύπνησαν επί ξύλου κρεμάμενοι.
Σοκαρισμένοι, πεινασμένοι και δυστυχείς ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλον μέσα σε τσαντίρια. Οι Πειραιώτες δεν τους καλοδέχτηκαν. Τους είδαν σαν ξένους και τους αντιμετώπισαν εχθρικά.
Ωστόσο κάπου έπρεπε να εγκατασταθούν. Για τον σκοπό αυτό απαλλοτριώθηκε το παλιό νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, αλλά ο χώρος δεν έφτανε.
Η εγκατάσταση των προσφύγων εξαπλώθηκε πέρα από τον Άγιο Διονύσιο σε όλη τη Δραπετσώνα και βόρεια προς το Κερατσίνι και τα Ταμπούρια.
Όταν λέμε εγκατάσταση προσφύγων, εννοούμε άθλιες συνθήκες ζωής τα καλά που περνάνε και οι σημερινές ορδές προσφύγων -λαθρομεταναστών.
Οι παλιοί ίσως θυμούνται κάτι σπίτια να μπαλατζάρουν επικίνδυνα στα βράχια. Οι άνθρωποι που έφεραν μαζί με τις συνήθειές τους έναν πολιτισμό αιώνων πάλευαν με τα στοιχεία της φύσης μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, που ήταν παράγκες με πάτωμα το χώμα.
Η Δραπετσώνα εποικίστηκε με πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο. Τα Βούρλα δεν ήταν πλέον έξω από την πόλη, αλλά μέσα σε κατοικημένη περιοχή.
Οικογένεια προσφύγων στη συνοικία Βούρλα το 1933
«Εκειδά είναι οι παλιογυναίκες, που ντροπιάζουν τη γειτονιά και μας χαλάνε τον αέρα», απάντησε μια πρόσφυγας, όταν η Λιλίκα Νάκου τη ρώτησε να μάθει πού είναι τα Βούρλα.
Όμως, δεν ήταν μόνον οι «παλιογυναίκες». Γύρω από τα Βούρλα μια συνομοταξία ανθρώπων ζούσε από και στην παρανομία: σωματέμποροι, νταβατζήδες, έμποροι ναρκωτικών, τεκετζήδες, χασισοπότες, νταήδες, αλήτες, κλέφτες, τζογαδόροι. Όλοι αυτοί είχαν τα στέκια τους γύρω από τη μάντρα, αλλά και σε μεγαλύτερη ακτίνα.
Από το Χατζηκυριάκειο μέχρι τη Δραπετσώνα υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα τεκέδες, στεγασμένοι σε καφενεία και ουζάδικα, όπου σύχναζαν άνθρωποι της φάρας -το σκυλολόι, που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και τραβούσε μαχαίρι για ψύλλου πήδημα.
Οι εφημερίδες των αρχών του αιώνα δημοσίευαν πολύ συχνά ειδήσεις για μαχαιρώματα και χασισοποσίες.
Σκυλολόι ήταν «όλη η συνομοταξία των εν συγκρούσει προς τον Ποινικόν Νόμον ζώντων ατόμων».
Από το «Λεξικό της πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη.
Αυτά τα μαγαζιά δεν ήταν γραφικά απόκεντρα καφενεδάκια, όπου απολάμβανες ήσυχα τον καφέ σου. Ιδιοκτήτης και θαμώνες ήταν άνθρωποι της φάρας και περνώντας απ’ έξω άκουγες το μπουζούκι και τη μυρωδιά του χασίς.
Μερικοί από τους αγαπημένους μας ρεμπέτες είχαν αγαπητικιές στα Βούρλα και κάμποσα μαχαιρώματα στο ενεργητικό τους. Και -μην πέσετε από τα σύννεφα- ήταν μεγάλοι χασισοπότες!
«Η Δραπετσώνα», είπε ο Μάθεσης -σκύλος μαύρος!- «ήταν απ’ τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς».
Οι περισσότεροι ρεμπέτες πέρασαν από τη Δραπετσώνα. Γιοβάν Τσαούς, Γιώργος Μπάτης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Στράτος Παγιουμτζής, Δελιάς Δελιάς, Μάρκος Βαμβακάρης… μεγάλος ο κατάλογος.
Τα πράγματα ήταν ζόρικα και επιπλέον σκοτεινά, λόγω έλλειψης δημοτικού φωτισμού. Όσο για δρόμους; Κουρνιαχτός το καλοκαίρι, λάσπη τον χειμώνα.
Γύρω από τα Βούρλα υπήρχαν κάποιοι τεκέδες που λειτουργούσαν ως ιδιότυπα πορνεία. Εκεί η συνουσία γινόταν από μία τρύπα στον τοίχο, χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή του πελάτη με την πόρνη, η οποία ήταν προσφυγοπούλα και αδήλωτη.
Τα Βούρλα ήταν γνωστά σε όλα τα λιμάνια της Μεσογείου.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στον τόπο μας, μετέτρεψαν τα Βούρλα σε φυλακή. Όταν ξεκουμπίστηκαν, το ελληνικό κράτος διατήρησε τη φυλακή με το όνομα Δικαστική Φυλακή Πειραιώς, για ποινικούς και πολιτικούς κρατούμενους.
Το 1955 είκοσι εφτά κρατούμενοι κομουνιστές οργάνωσαν και πραγματοποίησαν μία απόδραση σαν εκείνη της ταινίας The Great Escape, σκάβοντας τούνελ και βγαίνοντας σ’ ένα εργοστάσιο που ήταν απέναντι από τη μάντρα.
Τα Βούρλα απασχόλησαν τις εφημερίδες το καλοκαίρι του 1955, λόγω της συνταρακτικής απόδρασης 27 κομουνιστών κρατουμένων. Η φωτογραφία δείχνει την είσοδο, την πορτάρα, που βρισκόταν στην οδό Ψαρρών.
Η κρίσιμη δεκαετία του ’30
Στη δεκαετία του ’30 τα Βούρλα θα έδυαν, αλλά η Τρούμπα δεν είχε ανατείλει ακόμα.
Η δεκαετία του ’30 σήμαινε κρίση -παγκόσμια και εσωτερική-, ανεργία και πληθωρισμό, πείνα και συσσίτια, αισχροκέρδεια και τοκογλύφους, κρατική αυθαιρεσία και χρεοκοπία, άνοδο του φασισμού, επικράτηση του ναζισμού και παραμονές πολέμου.
Το βάρος της το ένιωσαν πιο πολύ τα κατώτερα αστικά στρώματα, οι αγρότες, οι εργάτες και οι πρόσφυγες, που είχαν οδηγηθεί σε μαύρη απόγνωση.
Τίτλοι από εφημερίδες του ’30
Όσο για τη θέση της γυναίκας; Εκείνες που μιλούσαν για ισότητα των δύο φύλων, όπως ο Σύνδεσμος των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, αντιμετώπιζαν αντίδραση και σαρκασμό τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες.
Το γυναικείο μεροκάματο ήταν μικρότερο από το αντρικό για ίση δουλειά. «Τι τα θέλει τα λεφτά η γυναίκα; Για λούσα;».
Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα η γυναίκα ήταν μερικώς ικανή για δικαιοπραξία, όπως οι ανήλικοι και οι ολιγοφρενείς.
Επίσης ο Αστικός Κώδικας ρύθμιζε το ζήτημα της προίκας, που ήταν προϋπόθεση για έναν γάμο, και όριζε ότι ο άντρας είναι η κεφαλή της οικογένειας.
Η τιμή του πατέρα και του αδερφού ήταν αιτία φόνων.
Αγγελίες γάμου από εφημερίδα του 1937
Όταν με τα πολλά η γυναίκα απέκτησε δικαίωμα ψήφου, το 1930, αυτό αφορούσε μόνο τις δημοτικές εκλογές. Μπορούσαν να εκλέγουν, αλλά όχι να εκλέγονται, όσες γυναίκες είχαν βγάλει το δημοτικό και είχαν περάσει τα τριάντα
Η εφημερίδα Εμπρός στις 3 Δεκεμβρίου 1930 χαιρέκακα προεξοφλεί ότι ο «Αγώνας της Γυναίκας» χρεοκόπησε.
Περιττό να πούμε ότι οι πόρνες θεωρούνταν εκφυλισμένες, διεστραμμένες, διεφθαρμένες, μιάσματα και άλλα φοβερά.
Τα Βούρλα τη δεκαετία του ’30
Η εφημερίδα Ανεξάρτητος δημοσίευσε στις 12 Νοεμβρίου του 1933 το ρεπορτάζ του Μανώλη Κανελλή.
Ανεξάρτητος, 12-11-1933
Ο Κανελλής πήγε στο μπορντέλο-στρατώνας φορώντας ρεπούμπλικα, κολάρο και γραβάτα (άρα ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα). Δεν φανέρωσε τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, αλλά δεν επιδίωξε και να κερδίσει την εμπιστοσύνη κανενός.
Κατέγραψε τις εντυπώσεις του αφ’ υψηλού, με στομφώδεις περιγραφές και μισογυνισμό. Ωστόσο οφείλουμε στο ρεπορτάζ του πολύτιμες πληροφορίες.
Ακρόπολις 16-2-1936
Τον Φεβρουάριο του 1936 η εφημερίδα Ακρόπολις δημοσίευσε σε συνέχειες μια πρωτοποριακή έρευνα που έκανε η Λιλίκα Νάκου για λογαριασμό του Συνδέσμου των Δικαιωμάτων της Γυναίκας.
Ο τίτλος του ρεπορτάζ της Νάκου άλλαξε ελαφρώς τις υπόλοιπες μέρες.
Η Νάκου πήγε στα Βούρλα χωρίς κριτική διάθεση και κέρδισε την εμπιστοσύνη τεσσάρων γυναικών, που σιγά σιγά της ανοίχτηκαν, της έψησαν καφέ, της έκαναν το τραπέζι, την πήραν τα δωμάτιά τους και διώξανε πελάτες για να μη χάσουν τη συντροφιά της· εκείνη πήγε και ξαναπήγε στα Βούρλα, κατέγραψε τις ιστορίες τους και φεύγοντας τους άφησε τη χαρά πως επιτέλους μίλησαν με κάποια γυναίκα που τις καταλάβαινε.
Τον Μάρτιο του 1936, την ημέρα της γυναίκας, ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε ένα μικρό και περιεκτικό άρθρο για τα Βούρλα. Υπογραφή Γ.Α.Β.
Στη θέση αυτή βρισκόταν το μπορντέλο-στρατώνας των Βούρλων.
Ο χάρτης είναι σύγχρονος. Την εποχή που χτίστηκαν τα Βούρλα, αριστερά από τον Άγιο Διονύσιο ήταν ερημιά.
Πώς ήταν τα Βούρλα;
Τα Βούρλα περιστοιχίζονταν από μια ψηλή, ασβεστωμένη μάντρα, που ασφάλιζε με μια κόκκινη πορτάρα ύψους τριών μέτρων και πλάτους δυο.
Αυτή η πορτάρα ήταν η μοναδική είσοδος, βρισκόταν στην οδό Ψαρρών και φρουρούταν.
Τη νύχτα τα Βούρλα άδειαζαν και η πορτάρα έκλεινε.
Κανείς άλλος δεν επιτρεπόταν να διανυκτερεύσει εκτός από τις πόρνες και την αστυνομική δύναμη.
Αλλά όλο και κάποιος αγαπητικός πηδούσε τη μάντρα.
Η πορτάρα των Βούρλων
Το πρωί η πορτάρα άνοιγε και τα Βούρλα ξαναγέμιζαν. Μερικοί πελάτες έρχονταν από το πρωί, ανάλογα με τα καράβια που έπιαναν λιμάνι στον Πειραιά.
Περνώντας την πορτάρα ανοιγόταν μπροστά μία αυλή στην οποία υπήρχαν τρεις πτέρυγες. Οι πτέρυγες λέγονταν μπούκες και η καθεμιά είχε δική της είσοδο.
Κάθε μπούκα αποτελούταν από δύο σειρές των δώδεκα δωματίων η καθεμιά, αντικριστά η μία στην άλλη, που τις χώριζε ένας φαρδύς ακάλυπτος διάδρομος, σαν εσωτερική αυλή.
Οι πόρτες και τα παράθυρα των δωματίων κάθε μπούκας έβλεπαν στον διάδρομό της. Στις κάμαρες αυτές ζούσαν και δούλευαν οι πόρνες.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι αυτή τη διαρρύθμιση δεν διευκόλυνε την επικοινωνία της κάθε μπούκας με τις υπόλοιπες.
Στα Βούρλα έμεναν γυναίκες που είχε πιάσει η αστυνομία χωρίς χαρτιά και επιπλέον ήταν άρρωστες. Αφού τις έστελναν στου Συγγρού για θεραπεία, κατόπιν τις έκλειναν στα Βούρλα. Κατανέμονταν στις μπούκες ανάλογα με την ηλικία τους.
Οι νεαρές, ηλικίας από 14 ώς 18 χρόνων έμεναν στο πρώτο τμήμα, στο αριστοκρατικό. Ήταν στη σειρά νεόκτιστες και καθαρές κάμαρες ασπροασβεστωμένες. Μπροστά ο διάδρομος πλακοστρωμένος με πολλές γλάστρες .
Στο δεύτερο τμήμα έμεναν γυναίκες μέσης ηλικίας, από 18 ώς 40 χρόνων. Ο Μάρκος Βαμβακάρης λέει ότι έγινε αγαπητικός στο μπορντέλο μιας πόρνης, είκοσι εφτά-είκοσι οκτώ χρονών, το οποίο βρισκόταν στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων.
Οι γερασμένες πόρνες έμεναν στο παλιότερο κτίριο -στο πρώτο που χτίστηκε. Ποιες θεωρούνταν γριές; Οι γυναίκες από 40 ώς 50 χρόνων.
Δίπλα στο παλιό κτίριο ήταν το εστιατόριο, όπου έτρωγαν όλες οι γυναίκες, πληρώνοντας για το φαγητό τους.
Στα Βούρλα λειτουργούσε μονίμως ιατρείο. Ο γιατρός επέβλεπε τις γυναίκες κάθε μέρα.
Κάθε μπούκα είχε τις τουαλέτες, τα λουτρά και το καφενείο της.
Περάσαμε όλη την πλατεία, μπήκαμε σε κάτι σπιτάκια, τα περάσαμε κι αυτά και τέλος βρεθήκαμε σ’ ένα καφενείο. Πέντε έξι γυναίκες με ρόμπες καθισμένες στις καρέκλες κουβέντιαζαν.
Μπαίνοντας από την πορτάρα, δεξιά ήταν ο «σταθμός της χωροφυλακής» και αριστερά ένα «καφφενείο». Ο Κανελλής, πριν βαδίσει προς τα κυρίως Βούρλα, δηλαδή στις μπούκες, είδε σ’ αυτό το καφενείο μία παρέα «κρασωμένων κούκων» που τραγουδούσαν με τη συνοδεία ενός φωνόγραφου:
Σαν το μαρκούτσι του αργελέ
είναι η γάμπα σου, καλέ.
Η αστυνομία φρουρούσε την πορτάρα, τηρούσε την τάξη και επιτηρούσε τις γυναίκες.
Καμία γυναίκα δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τα Βούρλα χωρίς κάποιος σοβαρός άνθρωπος να εγγυηθεί γι’ αυτήν και ν’ αναλάβει όλη τη γραφειοκρατία και τα τρεχάματα στην αστυνομία.
Κι επειδή δεν είχαν κανέναν δικό τους άνθρωπο να εγγυηθεί, αλλά ούτε πού να πάνε, δεν έφευγαν ποτέ. Είχαν όμως δικαίωμα εξόδου κατόπιν αδείας.
Η παρουσία της αστυνομίας ήταν απαραίτητη. Καθημερινά ξέσπαγαν καυγάδες: οι γυναίκες τσακώνονταν μεταξύ τους, με πελάτες ή με τους νταβατζήδες. Οι πελάτες και οι νταβατζήδες έδερναν τις γυναίκες.
Οι μικρές ήταν ατίθασες και οι καυγάδες που ξεσπούσαν μεταξύ τους τελείωναν με ξύλο. Γενικά στα Βούρλα έπεφτε πολύ ξύλο.
Οι συμπλοκές, τα μαχαιρώματα και τα φονικά ήταν συχνά φαινόμενα. Οι νταβατζήδες έλυναν τις διαφορές τους με τα μαχαίρια.
Να! Μαλώνουν! Συμπλοκή!
Δύο παλληκαράδες -ίφιδες με κόκκινα ζουνάρια- καυγαδίζουν:
— Εμένα, ρε;
— Εσένα, ρε!
— Σε καρφώνω ώσπου να πεις αμάν!
Πόσες γυναίκες έμεναν στα Βούρλα;
Σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω στα Βούρλα ζούσαν και δούλευαν 72 πόρνες (Α μπούκα 24 +Β μπούκα 24 + Γ μπούκα 24=72)
Σύμφωνα με τη Νάκου στα Βούρλα ζούσαν 100, σύμφωνα με τον Κανελλή 150 ή 160 και σύμφωνα με τον ΓΑΒ 150 γυναίκες. Δεδομένου ότι ήταν κανόνας η κάθε πόρνη να έχει το δικό της δωμάτιο, δημιουργείται η απορία δικαιολογούνται αυτοί οι αριθμοί. Πρόκειται για υπερβολή; Προστέθηκαν καινούργια δωμάτια, τα οποία αργότερα καταργήθηκαν;
Το ζήτημα του αριθμού των γυναικών παραμένει ανοιχτό.
Η καινοτομία
Στα Βούρλα δεν υπήρχε μαντάμα. Η μαντάμα ή μαμά ήταν ο εφιάλτης της πόρνης. Η μαντάμα την αγόραζε από τον σωματέμπορο και για να κάνει απόσβεση, την εκμεταλλευόταν άγρια.
Ο σωματέμπορος ήταν ο άλλος εφιάλτης της πόρνης. Για τον σωματέμπορο η κοπέλα ήταν ένα εμπόρευμα από το οποίο έπρεπε να αποκομίσει κέρδος. Γλυκά λόγια στην αρχή και άγριο ξύλο στη συνέχεια.
Ο σωματέμπορος την είχε ψαρέψει ή είχε αγοράσει τα χρέη της, την είχε δέσει με συμβόλαιο, την κρατούσε αιχμάλωτη και την πουλούσε σε άλλη πόλη ή και σε άλλη χώρα με πλαστά χαρτιά.
Όταν η κοπέλα επέστρεφε, αν επέστρεφε, ήταν ερείπιο. Οι γυναίκες των Βούρλων έτρεμαν τους σωματέμπορους. Κάποιες μάλιστα φοβόνταν να ξεμυτίσουν.
Στην ιστορία κάθε πόρνης υπήρχε κι ένας σωματέμπορος.
[…] Το καλό είναι εδώ πέρα πως δεν έχουμε στο κεφάλι μας κανέναν να μας εκμεταλλεύεται. Ό,τι κερδίσουμε είναι δικά μας. Το χειρότερο πράγμα για μας -ο μπαμπούλας- είναι οι διευθύντριες των σπιτιών, αυτές που λένε μαμάδες. Γιατί οι μαμάδες εκμεταλλεύονται τα κορίτσια που χρεώνονται εφόρου ζωής σ’ αυτές. Εδώ ζούμε η καθεμιά μ’ αυτά που κερδίζουμε. Εγώ είμαι εδώ μέσα δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Όταν κλείσαν τα σπίτια εγώ χρεώθηκα. Μας κυνηγάνε οι σωματέμποροι, μας κυνηγάνε οι μαμάδες, μας κυνηγάνε όσοι πουλάνε τα ναρκωτικά…».
Αυτά είπε στη Λιλίκα Νάκου η Ασπασία η κουφή.
Το 1936 ακούστηκε ότι σ’ έναν χρόνο θα έκλειναν τα Βούρλα. Καμία από τις κοπέλες δεν ήθελε να φύγει.
«Εδώ έχουμε προστασία, περίθαλψη, δεν νιώθουμε τη μοναξιά μας. Αν μας πετάξουνε στους δρόμους, χαθήκαμε. Θα πέσουμε στα χέρια των σωματεμπόρων», λέγανε φοβισμένες.
Μια έκθεση της αστυνομίας Πειραιά γράφει ότι από 350 γυναίκες που έπεσαν στην πορνεία, οι 250 στα βιβλία φέρονται ως πουλημένες από σωματέμπορους
Κάποτε οι ιδιότητες του προαγωγού και του σωματέμπορου συγκεντρώνονταν στο πρόσωπο κάποιου οικείου.
Σαράντα το νοίκι, είκοσι πέντε η βίζιτα
Οι πόρνες κατοικούσαν μέσα στα Βούρλα και δούλευαν για λογαριασμό τους χωρίς μεσολάβηση μαμάς.
Πλήρωναν σαράντα δραχμές την ημέρα για το ενοίκιο του δωματίου και για τα έξοδα του γιατρού· το φαγητό και τα πλυστικά ήταν ξεχωριστά.
Ο ΓΑΒ μιλάει για πενήντα δραχμές την ημέρα.
Σαράντα το νοίκι, είκοσι πέντε η βίζιτα
Οι πόρνες κατοικούσαν μέσα στα Βούρλα και δούλευαν για λογαριασμό τους χωρίς μεσολάβηση μαμάς.
Πλήρωναν σαράντα δραχμές την ημέρα για το ενοίκιο του δωματίου και για τα έξοδα του γιατρού· το φαγητό και τα πλυστικά ήταν ξεχωριστά. Ο ΓΑΒ μιλάει για πενήντα δραχμές την ημέρα.
Το ενοίκιο της κάμαρας ήταν όσο το μεροκάματο ενός εργάτη στα μεταλλεία του Λαυρίου.
Το μεροκάματο μιας πόρνης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έφτανε το εικοσιπενταπλάσιο στις καλές εποχές, που έπεφτε πολλή πελατεία.
Ριζοσπάστης, Μάρτιος 1936.
Στο «καφφενείο» ο Κανελλής γνώρισε την Κική Λουμπίνα.
Ήταν αδύνατη, ναρκομανής, με τα σημάδια της σύριγγας στο μπράτσο και τα χέρια βαμμένα με χένα.
Τον κάλεσε κοντά της λέγοντας: «Ψσστ, με το ρεπουμπλίκι!».
Οι πόρνες είχαν πικρές εμπειρίες από τους κυρίους με τα κολάρα και δεν τους είχαν εμπιστοσύνη.
«Ρε κύριος, ρε! Τι γυρεύεις εδώ; Δεν είσαι για τα μας. Είσαι για τον κινηματογράφο, είσαι για το θέατρο, είσαι για τα πανσιόν. Δεν είσαι για τα μας».
Το «ρεπουμπλίκι» του Κανελλή ξεχώριζε ανάμεσα στους σκούφους, στις τραγιάσκες και στους μπερέδες.
Ο Κανελλής ενδιαφέρθηκε να μάθει τις τιμές.
— Και πόσο παίρνεις στη βίζιτα;
— Σαράντα τις. Μπρος! Τσούλα!
Σαράντα; Είναι από τις καλές.
Οι άλλες μόλις εισπράττουν 15 έως 30 δραχμές.
Κική η Λουμπίνα είναι από τας αριστοκράτιδας των Βούρλων, διότι έχουν και αι κολάσεις την ιεραρχία των.
Την κερνούμε ρακί.
Το ρουφά γαργαρίζοντας με σπασμούς εμετού και ψελλίζει αδιάκοπα:
— Σαράντα της! Τσούλα…
Η Κική Λουμπίνα μπορεί να του τα φούσκωσε κανένα δεκάρικο, μπορεί και όχι. Πάντως οι τιμές των γυναικών στα Βούρλα ήταν πολύ χαμηλές σε σύγκριση με τις τιμές των άλλων, που έφταναν τις διακόσιες ή και τις τριακόσιες δραχμές, όπως στα χλιδάτα σπίτια της Μιχαήλ Βόδα και της Μάρνη στην Αθήνα. Βέβαια δεν έφτανε αυτό το ποσό στην τσέπη της χλιδάτης πόρνης, γιατί περνούσε από την αφαίμαξη της μαντάμας.
Οι γυναίκες της μεσαίας μπούκας έπαιρναν είκοσι πέντε δραχμές από κάθε πελάτη.
Το πορνειο των Βούρλων.
Μια περιοχή που οι ενδιαφέρομενοι εισέρχονταν από μια και μόνη πόρτα.
Μια απλή ορθογώνια κόκκινη σκέτη παλιόταβλα, με διαστάσεις τρία μέτρα ύψος και πλάτος δύο.
Φαίνεται ότι η είσοδος στην κόλαση δεν ήταν τόσο πλατιά όσο την περιγράφουν οι «γραφές».
Συνήθως με κιμωλία ήταν γραμμένη πάνω της «Βλέπε και Φεύγα!…»
Ακριβώς από την έξω πλευρά στεκόταν ένας χωροφύλακας.
Ο φρουρός του Άδη;
Ίσως αν λάβει κάποιος υπόψη του πως πολλοί αποκαλούσαν το συγκεκριμένο σημείο, είσοδος στον Άδη!
Ο ένστολος επέβλεπε εκ του προχείρου, μην τυχόν και εισέλθει στο Βασίλειο, κάποιος ανήλικος, κάποιος που δεν έπρεπε να μπει.
Από την είσοδο αυτή έμπαινες στην πόλη της αμαρτίας.
Μια σχεδόν πόλη περιτοιχισμένη, που μέσα της ζούσαν εκατόν πενήντα και βάλε ανώνυμα σώματα.
Δεν είχαν σημασία επίθετα και ονόματα, ήταν ιερόδουλες.
Ο ασβεστωμένος φράχτης χώριζε την κοινωνία των ζωντανών από τα θανατηφόρα αφροδίσια νοσήματα και την ανηθικότητα.
Όταν κάποιος εισερχόταν στα Βούρλα τη δεκαετία του ’20 και σχεδόν του ’30 έμπαινε στο Βασίλειο της τσατσάς Ντουντού!
Η αποκαλούμενη «Δράκαινα των Βούρλων». Χοντρή, ογκώδης, αχανής, λιγομίλητη, σχεδόν άφωνη, που όλοι μα όλοι φοβόντουσαν.
Κρατούσε στα δυο της χέρια τα στοιχεία εκείνα που όποιος τα κατείχε, αφέντευε όλη την περιοχή.
Τις μάρκες κατανάλωσης και τα κλειδιά των κελιών!
Με αυτό τον υπέροχο τρόπο μας περιγράφει το σύστημα της λειτουργίας των Βούρλων σε ένα μοναδικό του άρθρο ο Μανώλης Κανελλής το 1929 στον ημερήσιο Τύπο (Ελληνική, Ανεξάρτητος) που φέρει τίτλο «Βούρλα το κάτεργο των ιερόδουλων.
Μια ματιά στον Άδη της ηδονής και του θανάτου. Πως ζουν οι σάπιες εταίρες».
Ο Κανελλής είχε εμφανιστεί με την συλλογή «Κατακάθια» και αρθρογραφούσε έχοντας πάντα ως βάση ιστορίες των περιθωριακών ατόμων.
Αρθρογραφούσε και στην βραδυνή, Καθημερινή, Ελληνικό Μέλλον, Ασύρματος, Ελληνικό Αίμα κ.α. πολλές φορές με το ψευδώνυμο Σίσυφος. Ο Κανελλής σύγχρονος των Βούρλων για όσα μας διηγείται αναφέρει πως ο ενδιαφερόμενος που έμπαινε, πρώτα πήγαινε στην Ντουντού.
Τα χρήματα που έδινε, μετατρέπονταν σε μάρκες. Βλέπετε τα χρήματα δεν έπρεπε ποτέ να καταλήγουν απευθείας σε χέρια ιερόδουλης. Αυτό ήταν δική της εργασία.
Ο αριθμός των μαρκών καθόριζε και το είδος της πτέρυγας, της πρώτης, δεύτερης ή τρίτης κατά συνέπεια και της γυναίκας, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο.
Η τσατσά Ντουντού δεν ήταν μόνη της στο έργο. Είχε δύο κατηγορίες βοηθών: Τις «πορτιέρισσες» και τις «κουβαδίστρες».
Οι πρώτες οι «πορτιέρισσες» οδηγούσαν τον πελάτη στο κελί εκείνο που ανταποκρινόταν στο ποσό που είχε πληρώσει με αντίτιμο μια δραχμή η διαδρομή.
Οι δεύτερες οι «κουβαδίστρες» κουβαλούσαν τους κάδους του νερού στις ιερόδουλες. Πέντε δραχμές για κάθε κουβά.
Οι διάλογοι σήμερα θα αντηχούσαν παράδοξα στα αυτιά μας!
– Ρε βλάμη είμαι χαρμάνισσα…λίγο τσιγαριλίκι.
Αριστερά της εισόδου, το «Καφενείο». Ένα απλό ισόγειο παράπηγμα που εκτός από καφέ, πωλούσε δύο ακόμη πράγματα, Ούζο και κονιάκ.

Ιερόδουλες στα Βούρλα, δεκαετία ’30Στην γωνιά του Καφενείου ένας φωνόγραφος γκρίνιαζε σερέτικα ενώ οι συγκεκριμένοι θαμώνες αυτού του μαγαζιού παρατηρούσαν.
Όποιος έμπαινε ντυμένος διαφορετικά ήταν ύποπτος. Και ύποπτοι στα Βούρλα ήταν τρεις διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, οι «τσίληδες», οι αστυνόμοι και οι δημοσιογράφοι.
Αν κάποιος ανήκε σε μια από τις κατηγορίες αυτές και οι θαμώνες το ανακάλυπταν, θα περνούσε ένα πολύ δύσκολο τέταρτο της ώρας!
Συνήθως η εισαγωγή στο μιλητό γινόταν με τον γνωστό τρόπο.
– Ρε κύριος με το ρεπουπλίκι!
Τι γυρεύεις εσύ εδώ;
Δεν είσαι για τα μας!
Είσαι για το θέατρο, είσαι τον κινηματόγραφο, πάντως για τα μας δεν είσαι.
Κι αν κάποιος ακόμη ξεπερνούσε τον σκόπελο του φρουρού, του Καφενείου και της τσατσάς Ντουντού και παρόλα αυτά εισέρχονταν στα ενδότερα για να μιλήσει με τα κορίτσια, έπεφτε πάνω σε ένα τείχος σιωπής!
Τέλη δεκαετίας ’20 αρχές ’30, το πρώτο κορίτσι της μάντρας, στοίχιζε σαράντα δραχμές!
Σαράντα ήταν πολλά λεφτά.
Οι άλλες οι καλές είχαν τριάντα, οι μέτριες είκοσι και οι πεθαμένες δεκαπέντε.
Αυτή με τις σαράντα ήταν ας πούμε το πρώτο όνομα!
Και η κόλαση φαίνεται πως έχει ιεραρχία.
Κική Λουμπίνα.
Το ψεύτικο όνομά της έγινε τόσο γνωστό, όχι μόνο στα Βούρλα, ώστε ανταγωνίζονταν ελεύθερες και σπιτωμένες της Τρούμπας.
Για πολλά χρόνια, μέχρι σήμερα το επίθετό της κυκλοφορεί ακόμη στον Πειραιά σαν απαξιωτική βρισιά και προσταγή μαζί «Σώπα μωρή Λουμπίνα!..».
Σήμερα οι γλωσσολόγοι και οι ειδικοί που συναγωνίζονται να εξηγήσουν την προέλευση του όρου «Λουμπίνα» παραβλέπουν από τις εισηγήσεις τους την μεγαλύτερη ιερόδουλη των Βούρλων, την Κική Λουμπίνα.
Δεξιά της πόρτας, απέναντι δηλαδή από το καφενείο ήταν το οίκημα της Χωροφυλακής, που χάρη συντομίας αποκαλούσαν «Σταθμό».
Μέσα σ΄ αυτόν εκτός του εξωτερικού φρουρού κάθονταν επιπρόσθετα και δύο τρεις ακόμη.
Η πελατεία ήταν ζόρικη. Αγαπητικοί, αβανταδόροι, σερέτηδες, ζόρικοι, μάγκες και νταβατζήδες.
Οι τελευταίοι λαμβάνουν από τα κορίτσια τους τη «μίτζα» που συνήθως την εξαργυρώνουν σε χασίσι.
Συνήθως φέρουν γύρω από την μέση τους μαντήλι ζώνη μαύρη αλλά και κόκκινη παλαιότερα.
Μέσα σε αυτήν κρύβονταν η κάμα.
Οι λογαριασμοί ξεκαθάριζαν με αγκαλιάσματα.
Μεταξύ μιας δήθεν φιλικής αγκαλιάς αντρών ή σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι! Όταν τα ρεμπέτικα μιλούν για θάνατο σε αγκαλιά, αυτή την αγκαλιά εννοούν!
Οι τρεις ζώνες των Βούρλων όπου κατανέμονται οι ιερόδουλες ανάλογα με την αξία τους αποτελούνται από μικρά κελιά που στην γλώσσα τους καλούνται «Μπούκες».
Σε κάθε μπούκα από μια ιερόδουλη. Μια κλίνη, μια καρέκλα και ένας νιπτήρας από τενεκέ η επίπλωση.
Έξω από κάθε μπούκα, πάνω στην πόρτα ένας αριθμός.
Το νούμερο κάθε ιερόδουλης κι από κάτω μια μικρή λευκή ταμπελίτσα με κάποια στοιχεία, ψεύτικα φυσικά.
Μαίρη Φρουφρού, Νίτσα Σερσέμα, Φρόσω Αλλίμονο.
Πριν όμως εισέλθεις (δηλαδή μπουκάρεις) στις μπούκες υπήρχε και ένας ξεχωριστός χώρος.
Το λεγόμενο «μπανιστήρι»!
Ήταν η σάλα της αποκάλυψης!
Εκεί ανέμενε κόσμος ετερόκλητος δύσκολα συννενοήσιμος. Θερμαστές, ναυτικοί, απάχηδες, ξένοι, πρόσφυγες, κακοποιοί, δραπέτες και ισοβίτες.
Μιλούσαν παράξενα και ακατάλυπτα
– Αδερφάκι, καρούμπα, άρπαξα την μαστούρα.
– Βιεν πουπούλ!
– Μπιρ Αλλάχ!
Όλοι τους περίμεναν. Τι περίμεναν;
Την παρέλαση των ιερόδουλων. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε ένα μέρος ψηλότερο από το υπόλοιπο δάπεδο της σάλας οι ιερόδουλες εκτίθονταν σε κοινή θέα γυμνές.
Αυτή ήταν μια μικρή μόνο γεύση από τα Βούρλα που ήταν μια κοινωνική μάστιγα με κρατική οντότητα και τίποτε περισσότερο.
Άρθρο του Στέφανου Μίλεση από το pireorama.gr
Medium Evans Adamakis